- πρεσβυγένεια
- η, ΝΑ, ιων. τ. πρεσβυγενείη, Α [πρεσβυγενής]η ιδιότητα τού πρεσβυγενούς, τού πρωτότοκου, προτεραιότητα στη γέννηση, τα πρωτοτόκια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρεσβυγενείᾳ — πρεσβυγενείᾱͅ , πρεσβυγένεια seniority of birth fem dat sg (attic doric aeolic) πρεσβυγενείᾱͅ , πρεσβυγένεια seniority of birth fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγένεια — seniority of birth fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγενείην — πρεσβυγένεια seniority of birth fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγένειαν — πρεσβυγένεια seniority of birth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγονία — ἡ, Α πρεσβυγένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + γονία (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία] … Dictionary of Greek